φρύγιος

φρύγιος
φρῡγ-ιος, α, ον,
A dry, Hsch.
------------------------------------
φρύγιος [pron. full] [ῠ], α, ον, also ος, ον Luc.Harm.1: ([etym.] Φρύξ):—
A Phrygian,

δι' αἴας . . Φρυγίας A.Supp.548

(lyr.), etc.; δείματα Φ. the terrors of the Phrygian goddess, E.El.457 (lyr.).
2 Φ. νόμοι, μέλεα, Phrygian music, esp. of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or.1426 (lyr.), Tr.545 (lyr.);

Φ. αὐλοί Id.Ba.127

(lyr.):

πᾶσα βακχεία . . μάλιστα . . ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς . . · ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. Arist.Pol.1342b7

;

τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc.

l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, τόνος, τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al.
II Φ. λίθος, an aluminous kind of pumice-stone, used by dyers, Dsc.5.123.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φρύγιος — dry masc nom sg Φρύγιος dry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύγιος — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύγιος — (I) ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. ιος (πρβλ. πλάγ ιος)]. (II) α, ο / φρύγιος, ία, ον, ΝΜΑ [Φρυγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες νεοελλ. φρ. «φρύγιος τρόπος» μουσ. ένας από τους …   Dictionary of Greek

  • φρύγιος — α, ο ο φρυγικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρύγιος πίλος — Κάλυμμα της κεφαλής, που το φορούσαν οι Φρύγες (κάτοικοι της αρχαίας Φρυγίας της Μικράς Ασίας). Ήταν ένας σκούφος σε σχήμα κόλουρου κώνου, συνήθως κόκκινου, που η κορφή του καμπτόταν ή έπεφτε προς τα εμπρός. Το είδος αυτό του καλύμματος το… …   Dictionary of Greek

  • Φρύγιον — Φρύγιος dry masc acc sg Φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg Φρύγιος dry masc/fem acc sg Φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρυγίων — Φρύγιος dry fem gen pl Φρύγιος dry masc/neut gen pl Φρύγιος dry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρυγίοιο — Φρύγιος dry masc/neut gen sg (epic) Φρύγιος dry masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρυγίοις — Φρύγιος dry masc/neut dat pl Φρύγιος dry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρυγίοισι — Φρύγιος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Φρύγιος dry masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρυγίοισιν — Φρύγιος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Φρύγιος dry masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”